Αρθρογραφία

Αγωγή για κτηματολογική υπόθεση (κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 ν. 2664/98)

18 Σεπτεμβρίου, 2023

Εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης είναι ο παράγωγος κατ’ άρθρο 1033 ΑΚ, ήτοι η μεταβιβαστική της κυριότητας συμφωνία μεταξύ του πραγματικού κυρίου του ακινήτου και του αποκτώντος, περιβληθείσα το συμβο-λαιογραφικό τύπο και μεταγραφείσα νομίμως, τότε τόσο η σύνταξη του οικείου δημοσίου εγγράφου όσο και η μεταγραφή θα πρέπει να έχουν συντελεσθεί πριν την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή (ΕφΛαρ 179/2012, ό.π.).

Picture 7

Σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει για το Εθνικό Κτηματολόγιο, καλούνται όσοι έχουν εμπράγματα ή άλλο εγγραπτέο στα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα σε ακίνητα της υπό κτηματογράφησης περιοχής, να υποβάλουν δήλωση με περιγραφή του δικαιώματος και αναφορά στην αιτία κτήσης του (άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2308/95, Φ.Ε.Κ. Α΄ 114). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2308/1995, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 27 του ν. 3127/2003: «μετά την έκδοση της κατά το προηγούμενο άρθρο διαπιστωτικής πράξης, το αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο, που προβλέπεται στο ν. 2664/98, προβαίνει στις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία για όλα τα ακίνητα της περιοχής που κτηματογραφήθηκε. Η ημερομηνία καταχώρισης των πρώτων εγγραφών σημειώνεται στα βιβλία αυτά». Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων κατά την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίησή τους κατά το άρθρο 7 του νόμου 2664/98 παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακριβείας (AΠ 1500/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 618/2015 ΝΟΜΟΣ. ΕφΘεσ 1067/2010 Αρμ 2011, 600).

Όταν λόγω σφάλματος των Πρώτων Εγγραφών στα βιβλία του Κ.Γ, δεν έχει καταχωρισθεί και δεν αποτυπώνεται στην ανωτέρω οικεία κι αρχική εγγραφή του στα κτηματολογικά βιβλία και διαγράμματα, με τα αληθή, πραγματικά κι ακριβή γεωμετρικά – περιμετρικά του όρια και στοιχεία (συντεταγμένες, εδαφική έκταση),  ως αυτά προκύπτουν  από τους  συμβ/φικούς τίτλους κτήσης και το διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, ώστε να φέρονται (εκ βαρύτατου σφάλματος) και να  έχουν καταχωρισθεί (ενταχθεί) ανακριβώς κι αυθαιρέτως, κατά τις Πρώτες Εγγραφές των βιβλίων του Κ.Γ.  στα γεωμετρικά όρια και στην έκταση της πρώτης / αρχικής εγγραφής του ομόρου –  γεωτεμαχίου, συνιδιοκτησίας των εναγόμενων, κατά την οικεία αυτή εγγραφή των βιβλίων του ΚΓ ενώ δεν ανήκαν στην όμορη έκταση του ακινήτου των εναγόμενων, όπως αυθαιρέτως κι ανακριβώς φέρεται κατά τις Πρώτες Εγγραφές στα βιβλία και τα διαγράμματα του Κτηματολογικού Γραφείου.

Συνεπώς, λόγω ακριβώς της ανωτέρω ανακρίβειας στα βιβλία και διαγράμματα του Κ.Γ. Καλαμάτας, θίγονται αυθαιρέτως τα νόμιμα δικαιώματα και  προσβάλλεται κι αμφισβητείται το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας, νομής και κατοχής σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/98,

ΙΙΙ/. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 2664/1998 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 275), όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και ισχύει, ορίζεται ότι (΄΄Πρώτες εγγραφές – Προθεσμία αμφισβήτησης΄΄):

  • 1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο Κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παράγραφο 2 περίπτωση β` του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου.
  • 2. α) Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία επτά (7) ετών. (Κατά το άρθρο 1 παρ.3 Ν.4585/2018,ΦΕΚ Α 216/24.12.2018).
  • 3. Για τις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση πριν από τις 2.8.2006, η αποκλειστική προθεσμία της περίπτωσης α` της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998 (Α` 275) είναι δεκαπέντε (15) έτη, εφόσον δεν έχει ήδη λήξει μέχρι τις 30.11.2018. Ειδικά για τις περιοχές στις οποίες η προθεσμία των δεκατεσσάρων (14) ετών παρατάθηκε με τα άρθρα 126 του ν. 4514/2018 (Α` 14) και 18 του ν. 4551/2018 (Α` 116) και δεν έχει λήξει, όπως παρατάθηκε, μέχρι τις 30.11.2018, η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου επεκτείνεται κατά τρεις (3) ακόμα μήνες…), γ) Η αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής των περιπτώσεων α` και β` αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων. Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων, όσο και κατά των ειδικών διαδόχων αυτού. Όταν η αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που αναγράφεται ως δικαιούχος δικαιώματος στις αρχικές εγγραφές, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938 (Α` 488), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του ν. 2732/1999 (Α` 154). Επί αγωγών που ασκούνται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου τηρείται από αυτό η διαδικασία του άρθρου 270 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.»

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 2664/98 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 275): «1. Οι πρώτες εγγραφές, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η ακρίβεια ενώπιον των δικαστηρίων μέσα στην προθεσμία της παρ. 2 του άρθρου 6, καθίστανται οριστικές και παράγουν αμάχητο τεκμήριο υπέρ των φερόμενων με τις πρώτες αυτές εγγραφές ως δικαιούχων για τα δικαιώματα στα οποία αυτές αφορούν…».

Ετσι ο πλήρης κι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του αμφισβητούμενου ακινήτου όταν η εγγραφή του  ακινήτου στα βιβλία και διαγράμματα του Κ.Γ. , είναι ανακριβής (εν μέρει) όσον αφορά τα γεωμετρικά του όρια και στοιχεία, ώστε εξ’ αιτίας της  ανακριβούς καταχώρισης στις πρώτες εγγραφές των βιβλίων και διαγραμμάτων της Υπηρεσίας του Κτηματολογικού Γραφείου να τελεί υπό αμφισβήτηση και να προσβάλλεται το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας του επί  του ακινήτου του, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2664/1998 και ειδικότερα με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2664/98 περί Εθνικού Κτηματολογίου, ως ισχύει, έχει  έννομο συμφέρον και δικαίωμα να ασκήσει αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου Σας και να ζητήσει, με την απόφαση που θα εκδοθεί, την αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας του  που αμφισβητείται, καθώς και συγχρόνως την διόρθωση των ανωτέρω ανακριβών πρώτων εγγραφών στα βιβλία της αρμόδιας Υπηρεσίας του Κτηματολογικού Γραφείου [ στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 του ν. 2664/98, 1094 επ. Α.Κ., 70 και 226 επ. του Κ.Πολ.Δικ.},

Η αγωγη  εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου Τούτου (άρθρα 7-11, 14 § 2 και 29 ΚΠολΔ και άρθρο 6 § 2 v. 2664/1998, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 ν. 4164/2013), που δικάζει κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρο 215 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 17 § 4 εδάφ. α` ν. 2664/1998), καθόσον έχει τηρηθεί και η απαιτουμένη προδικασία για την άσκησή της. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 §§ 2 -3, 4 § 1,6 §§ 1,2,3 και 7, 9 § 1, 11 και 17 § 4 του ν. 2664/1998, όπως αυτός ισχύει για την υπό κρίση περίπτωση, μετά την τροποποίησή του με τον ν. 4146/2013, προκύπτουν τα ακόλουθα: στο Εθνικό Κτηματολόγιο καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο, ο οποίος στηρίζεται στις κτηματολογικες εγγραφές. Υπό τον όρο «πρώτες εγγραφές» νοούνται εκείνες που καταχωρούνται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων κατά την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίησή τους κατά το άρθρο 7 του ιδίου νόμου παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακριβείας (Ζ.Τσολακίδης, Η δημοσιότητα των πράξεων και δικαιωμάτων στο Εθνικό Κτηματολόγιο, 2013, παρ. 11, σελ. 225 επ.Λ.Κιτσαράς, Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο εκδ.2001 σελ. 25 επ, Δ.Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο έκδ. 2013, σελ. 724-725, AΠ 1500/2013 ΝΟΜΟΣ.ΕφΑθ 618/2015 ΝΟΜΟΣ. ΕφΘεσ 1067/2010 Αρμ 2011, 600).

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998, όπως τούτο τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 37 ν. 4361/2016, «α) Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και τη διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλείστική προθεσμία επτά (7) ετών, β) Για τις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση πριν τη δημοσίευση και έναρξη ισχύος του ν. 3481/2006 (ΦΕΚ Α` 162/2.8.2006), η αποκλειστική προθεσμία της περίπτωσης α` της παραγράφου αυτής είναι δεκατεσσάρων (14) ετών … γ) Η αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής των περιπτώσεων α` και β` αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 3.

Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφομένου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων. Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφής η αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων, όσο και κατά των ειδικών διαδόχων αυτού». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 § 3 στοιχ, ε`ν. 2664/1998, για τη συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου αγωγών και αιτήσεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3, προσκομίζεται, με ποινή απαραδέκτου, αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου στο οποίο αφορά η διόρθωση. Σε περίπτωση δε που το αίτημα της αγωγής ή της αίτησης διόρθωσης αφορά σε αλλαγές και στα κτηματολογικά διαγράμματα, κατά τη συζήτηση της αγωγής ή της αίτησης και με ποινή απαραδέκτου, αντί του αποσπάσματος του κτηματολογικού διαγράμματος προσκομίζεται τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, στο οποίο αποτυπώνεται η όποια γεωμετρική μεταβολή επέρχεται με την αιτούμενη διόρθωση. Στην τελευταία περίπτωση προσκομίζεται, με ποινή απαραδέκτου, και η εισήγηση του Κτηματολογικού Γραφείου ή, εάν αυτό δεν έχει συσταθεί και το υφιστάμενο Υποθηκοφυλακείο εξακολουθεί να λειτουργεί μεταβατικά ως Κτηματολογικό Γραφείο, της εταιρείας «…..», όπως αυτή μετονομάζεται, για τη συνδρομή των τεχνικών προϋποθέσεων της απεικόνισης της γεωμετρικής μεταβολής, που επέρχεται με την αιτούμενη διόρθωση στα κτηματολογικά διαγράμματα.

Επίσης, κατά τις παραγράφους 1 περ. ιβ` και 5 του άρθρου 12 και 2 εδάφ, δ` του άρθρου 13 ν. 2664/1998, σε συνδυασμό με το άρθρο 220 ΚΠολΔ, η σχετική αγωγή πρέπει να καταχωρείται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο μέσα σε προθεσμία, κατ’ ανώτατο όριο, τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη, και οι πρώτες εγγραφές, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η ακρίβεια δικαστικώς εντός της προρρηθείσης αποκλειστικής προθεσμίας, καθίστανται άμεσα οριστικές και παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας υπέρ των αναγραφόμενων ως δικαιούχων κυριότητας, ενώ σε περίπτωση δικαστικής τους αμφισβήτησης, οριστικοποιούνται μόλις καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση που απορρίτιτει την αγωγή. Αν, αντίθετα, γίνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει δεκτή η ασκηθείσα αγωγή, μόλις καταστεί αμετάκλητη η σχετικώς εκδοθείσα απόφαση, διορθώνονται αντίστοιχα οι πρώτες εγγραφές και έκτοτε παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1 §§ 2-3, 4 § 1, 6 §§ 1-2, 7, 11  και 17 § 4 του ν. 2664/1998 (όπως ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλούμενης από¬φασης κατ’ άρθρο 533 § 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα: Στο Εθνικό Κτηματολόγιο καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες, που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλί¬ζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές. Υπό τον όρο «πρώτες εγγραφές» νοούνται εκείνες που καταχωρούνται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικά βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτη- ματολογικούς πίνακες. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, απο¬τελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρα¬κτήρα των υφισταμένων κατά την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπράγματων δικαιωμά¬των, που μετά την οριστικοποίησή τους κατά το άρθρο 7 του ιδίου νόμου παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας (Λ. Κιτσαράς, Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματο¬λόγιο, έκδ. 2001, σ. 25 επ., Δ. Παηαστερίου, Κτηματολο- γικό Δίκαιο, έκδ. 2013, σ. 724-725, ΑΠ 1500/2013 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΑΘ 615/2015 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΘεσ 1067/2010 Αρμ 2011. 600). Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώ-ματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγρά¬φεται ως δικαιούχος κυριότητας (ή ενδεχομένως άλλου εμπράγματου δικαιώματος) διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό δικαιούχο, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον -επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κ.λπ – στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικά φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής, χωρίς να είναι απαραίτητο στο δικό¬γραφο της αγωγής να αναφέρεται το περιεχόμενο της διόρθωσης, ανήκον το τελευταίο στην εξουσία του Δικα¬στηρίου. Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 § 2 του ν. 2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα, ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτημα- τολογικών εγγραφών έχει παρακολουθηματικό διαπλα¬στικό χαρακτήρα και γι’ αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετάκλητου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση με την ταυτόχρονη δημιουργία κατ’ άρθρο 7 του ν. 2664/1998 του αμάχητου τεκμηρίου ακρί¬βειας της κτηματολογικής πρώτης εγγραφής. Εάν, όμως, το ακίνητο, που αφορά η ανακριβής εγγραφή, κατέχεται από τον εναγόμενο, τότε η σχετική αγωγή θα έχει και διεκδικητικό χαρακτήρα με την έννοια και της απόδοσης του επιδίκου στον ενάγοντα. Εντούτοις, δεν προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 6 § 2 η έγερση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, υπό την έννοια ο ενάγων να ζητά να αναγνωρισθεί ότι δεν είναι δικαιούχος κυριό¬τητας ενός ακινήτου που στις πρώτες εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων καταχωρήθηκε εσφαλμένα ως δικό του. Για μία τέτοιου είδους διόρθωση ο νομοθέτης προέβλεψε άλλες διαδικασίες και δη του άρθρου 18 (διόρθωση προδήλων σφαλμάτων) και 19 § 2 του ν. 2664/1998 (διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων), πρωτίστως εξωδικαστικές ενώπιον του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου και σε περίπτωση μη ευδο¬κίμησης αυτών, την παρέμβαση του Κτηματολογικού Δικαστή με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 § 2 του ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 § 4 του ν. 2664/1998) δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Επιπλέον, με δεδομένο ότι η αγωγή αυτή στρέφεται υποχρεωτικά κατά όλων των αναγρα¬φόμενων ως δικαιούχων κυριότητας του επιδίκου στις πρώτες εγγραφές του οικείου κτηματολογικού φύλλου, η ομοδικία που συνδέει τυχόν περισσότερους εναγομένους είναι αναγκαστική, διότι προβλέπεται υποχρεω¬τική κοινή παθητική νομιμοποίησή τους και επιπλέον δεν νοείται έκδοση αντιφατικών αποφάσεων αναφο¬ρικά με τη διόρθωση της κτηματολογικής εγγραφής (Δ. Παπαστερίου, Κτηματολογικό Δίκαιο, ανωτ., σ. 769, Γ. Διαμαντόπουλος/Κ. Εμμανουηλίδου, Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου, έκδ. 2014, σ. 11, ΕφΠατρ 227/2012, ΕφΠατρ 226/2012, ΕφΘεσ 1067/2010 ΤΝΠ-Νόμος). Εξάλλου, αναγκαστική ομοδικία κατ` αρθρ. 76§1 ΚΠολΔ δεν σημαίνει αναγκαστική συμμετοχή όλων των ομοδίκων στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, με την έννοια της εξάρτησης απ` αυτό του παραδεκτού της αγωγής, παρά μόνο όταν ρητά ο νόμος επιτάσσει, με ποινή απαραδέκτου την κοινή νομιμοποίηση όλων των αναγκαίων ομοδίκων (αρθρ. 478, 517§2, 543§2, 558§2, 588§1, 608 §1 και 2, 619 §1-5, 936 §2 ΚΠολΔ).

Αντίθετα, στις λοιπές περιπτώσεις, το δικόγραφο της αγωγής δεν είναι απαράδεκτο, από το λόγο ότι δεν απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλά απλώς χορηγείται δικαίωμα στον εναγόμενο να προσεπικαλέσει στη δίκη, τους μη εναχθέντες ομοδίκους του, το δε δικαστήριο, εάν κρίνει αναγκαία την παρέμβαση αυτών στη δίκη, έχει εξουσία να διατάξει και αυτεπαγγέλτως την προσεπίκληση τους (ΑΠ 1824/2012, ΟλΑΠ 860/1984, ΑΠ 897/1986, 458/1985, ΕφΠειρ 337/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).Το Δικαστήριο για να αποφανθεί περί της ουσιαστικής βασιμότητας της εν λόγω αγωγής, θα πρέ¬πει να αποδειχθεί ότι ο ενάγων – πραγματικός δικαι¬ούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο ή πρωτότυπο, κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε αυτή (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο (έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ.). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθο-ρίσθηκε με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 § 2 (Δ. Παπα¬στερίου, ανωτ., σ. 762, Γ. Διαμαντόπουλος/Κ. Εμμα¬νουηλίδου, ανωτ., σ. 10, ΕφΑΘ 615/2015 ό.π., ΕφΠατρ 226/2012, ΕφΛαρ 179/2012 ΤΝΠ-Νόμος).

Επομένως, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης είναι ο παράγωγος κατ’ άρθρο 1033 ΑΚ, ήτοι η μεταβιβαστική της κυριότητας συμφωνία μεταξύ του πραγματικού κυρίου του ακινήτου και του αποκτώντος, περιβληθείσα το συμβο-λαιογραφικό τύπο και μεταγραφείσα νομίμως, τότε τόσο η σύνταξη του οικείου δημοσίου εγγράφου όσο και η μεταγραφή θα πρέπει να έχουν συντελεσθεί πριν την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή (ΕφΛαρ 179/2012, ό.π.).

Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 54Α § 5 ν. 4174/2013, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο Γ 4 του άρθρου τρίτου του ν. 4254/2014, το οποίο ορίζει ότι «είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεΐ από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού» καθιερώνεται, επί ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, υποχρέωση επίκλησης και προσκομιδής σχετικού πιστοποιητικού καταβολής ΕΝΦΙΑ εκ μέρους του ενάγοντος. Η ανωτέρω διάταξη, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, αποτελεί διάταξη ειδικού νόμου, που επιδιώκει φορολογικούς σκοπούς, θίγει παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας).

Ειδικότερα, στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α` 256), ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, ενώ παράλληλα, αναγνωρίζεται η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσταση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους.

Η παρεχόμενη, ως άνω, κρατική εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων, την επιβολή και τον τρόπο είσπραξής τους θα πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με το εξίσου προστατευόμενο δικαίωμα της περιουσίας των πολιτών. Τούτο διότι, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις προς εξυπηρέτηση ταμειακών συμφερόντων, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας και ενόψει των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, ουσιαστικά στερεί τον μέσο πολίτη της δυνατότητας προσφυγής του στη Δικαιοσύνη, ενώ επιπλέον συντελεί στη διακριτική μεταχείριση του κράτους, που τίθεται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των πολιτών, εξασφαλίζοντας πραιταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας, ταυτοχρόνως, το Συνταγματικό δικαίωμα των πολιτών σε παροχή δικαστικής προστασίας.

Εν κατακλείδι, η θεσπιζόμενη υποχρέωση προσκομιδής πιστοποιητικού καταβολής ΕΝΦΙΑ ως προαπαιτούμενο του παραδεκτού της συζητήσεως μιας εμπραγμάτου αγωγής, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι συνεπάγεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, άμεσο ή έμμεσο την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Πρωταρχικώς, άλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας, ενώ οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό την εξασφάλιση της ομαλής και απρόσκοπης διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (Ολομ ΑΠ 12/2000 ΕλλΑνη 2000, 949. Ολομ ΑΠ 1331/1985 ΕλλΔνη 26, 1133. Ολομ ΣΤΕ 601/2012 ΝοΒ 2012, 376. Ολομ ΣΤΕ 3087/2011. ΟλομΕλΣυν 2006/2008. ΑΠ 293/2014. ΑΠ 395/2012 ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 473/10 ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 1164/2009 ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 205/2006 ΝΟΜΟΣ. ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 11036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ. 15117/89. ,ΠΠρΑΘ 89/2015 ΝοΒ 2015,1958 = ΝΟΜΟΣ. Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία τόμ. I, 2003, § 33 II αριθμ. περιθ. 6 σελ. 415).

.

Δικηγορικό γραφείο Μαρίστας Ορφανού.
Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω.
Μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Καλαμάτας.
Mε την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος.
Μαρίστα Ορφανού ©
2024
Σχεδιασμός & κατασκεύη:
SYBACOM