Σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 .Α.Κ η ερμηνεία της διαθήκης αναζητά τη βούληση του διαθέτη και για να επιτευχθεί αυτό μπορούν να ληφθούν υπόψη περιστατικά ή στοιχεία και εκτός διαθήκης (έγγραφα ιδιωτικά ή δημόσια ,αποδεικτικά στοιχεία , μάρτυρες). Κατά τη νομολογία δε σημαντικό στοιχείο για την ερμηνεία της διαθήκης είναι το πώς αντιλαμβάνονται το περιεχόμενο της πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος ή φιλικού που γνωρίζουν τη βούληση του διαθέτη , και προεχόντως οι κληρονόμοι του. (σελ10,18,36, 16, 37,43).
Μάλιστα ο κληρονόμος δικαιούται να ασκήσει και απλή αναγνωριστική αγωγή περί του κληρονομικού του δικαιώματος σε κληρονομιαίο ακίνητο, εφόσον έχει προς τούτο έννομο συμφέρον, ήτοι εφόσον αμφισβητείται το κληρονομικό του δικαίωμα επί του συγκεκριμένου ακινήτου (άρθρο 70 ΚΠολΔ). Η αγωγή με αίτημα απλώς την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος σε κληρονομιαίο ακίνητο, όταν αμφισβητείται απο τρίτο, αποτελεί συνήθη αναγνωριστική αγωγή και αρκεί ο ενάγων να επικαλεστεί και να αποδείξει τον θάνατο του κληρονομουμένου, το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος που στηρίζεται είτε στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον κληρονομούμενο, είτε σε διαθήκη, Εξάλλου, το άρθρο 70 ΚΠολΔ ορίζει ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Από την ουσιαστικού δικαίου διάταξη αυτή προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωρισθεί κατόπιν αγωγής η ύπαρξη ή η ανυπαρξία έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο έννομο συμφέρον.
Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο και οι έννομες συνέπειές της συνίστανται στην κατάφαση ή στην άρνηση της ισχύος δικαιώματος ή υποχρεώσεως η συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Το έννομο συμφέρον, που μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό, εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις και αφετηρία του, όταν η αβεβαιότητα δεν προκύπτει από τα πράγματα, είναι η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο της επίδικης έννομης σχέσης από την οποία πρέπει να απειλείται βλάβη για την αποτροπή της οποίας η επιδιωκόμενη απόφαση να αποτελεί πρόσφορο μέσο (ΑΠ 1550/2009, ΑΠ 155/2002). Η ύπαρξη έννομου συμφέροντος του ενάγοντος για την άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού (ΑΠ 155/2002, ΑΠ 1391/1991 ΤΝΠ Νόμος), εξ αυτού δε του λόγου η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 155/2002, ΑΠ 886/2001, ΕφΑθ 6379/2003, ΠΠρΑθ 3069/2007, ΠΠρΡοδ 87/2005 ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, ο κύριος του πράγματος, σε περίπτωση αμφισβήτησης της κυριότητας του δικαιούται, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, να ζητήσει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ, να αναγνωρισθεί είτε ότι εκείνος είναι κύριος του πράγματος.
ΝΟΜΟΣ, 1036/2022 ΠΠΚερκ, 335/2021 ΑΠ, 4/2021 ΠΠΣάμου,, 491/2009 ΑΠ, 1290/2002 ΑΠ, 2490/2005 ΕΦΑθηνών, 46/2010 ΠΠΑθ, 2506/2013 ΕΦΑθηνών, 25/2010 ΠΠΑθηνών, 197/2010 ΠΠΑθηνών, 5887/2009 ΕΑθηνών, 56/2018 ΠΠΑθηνών, 2393/1991 ΕΑθηνων, 1442/2010 ΑΠ, 1914/2014ΑΠ.
Από τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ, κατά την ερμηνεία της διαθήκης αναζητείται μόνο η αληθινή βούληση του διαθέτη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 του ΑΚ. Σκοπείται, δηλαδή, η ανεύρεση της υποκειμενικής άποψης του διαθέτη, χωρίς να ερευνάται η αντικειμενική έννοια υπό την οποία θα αντιλαμβάνονταν τη βούληση του οι τρίτοι, κατά την συναλλακτική καλή πίστη. Προσφυγή σε ερμηνεία της διαθήκης συγχωρείται μόνο εάν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει, έστω και εμμέσως, κενό ή ασάφεια στο περιεχόμενο της διαθήκης, οπότε λαμβάνονται υπόψη και περιστατικά που βρίσκονται εκτός της διαθήκης. Μεταξύ των τελευταίων περιστατικών περιλαμβάνονται και η σπουδαιότητα των αντικειμένων που έχουν καταλειφθεί με τη διαθήκη, σε σχέση με την όλη κληρονομιά καθώς και οι προσωπικές σχέσεις του διαθέτη με τους τιμηθέντες (βλ. ΑΠ 960/2012, ΑΠ 133/2012, ΑΠ 143/2011, ΑΠ 1142/2011, ΑΠ 1182/2010, ΑΠ 721/2010, ΑΠ 482/2010, ΑΠ 392/2010, ΑΠ 1999/2009, ΑΠ 1777/2009, ΑΠ 1723/2009, ΑΠ 768/2008, ΑΠ 791/2001, ΑΠ 15/1982, ΑΠ 808/1982 ΝοΒ 31. 674, ΑΠ 1014/1980 ΝοΒ 29. 335, ΑΠ 207/1979 ΝοΒ 27. 1260, ΑΠ 677/1967 ΝοΒ 16. 263, ΕφΑΘ 7259/2006 ΕλλΔνη 50.240-241, ΕφΑΘ 3285/2000, ΕφΑΘ 638/1995, ΕφΑΘ 519/1992 ΕλλΔνη 35. 478, ΕφΑΘ 11232/1991 ΕλλΔνη 35. 481, ΕφΑΘ 4919/1986 ΕλλΔνη 28. 652, ΕφΑΘ 3252/1981 ΕλλΔνη 22. 434 και Μπαλής, §§ 80,96 και 99).
Επειδή, η διαθήκη χρειάζεται ερμηνεία όταν δεν είναι πλήρως σαφής ή πλήρως ασαφής και (επομένως άκυρη), αλλά εμφανίζει σημεία ασαφή και αμφίβολα, δεκτικά αποσαφήνισης με ερμηνεία (ΑΠ 506/1992 ΕλλΔνη 34.1470, ΑΠ 164/1988 ΕΕΝ 56.120). Έδαφος για ερμηνεία με στόχο την αναζήτηση βούλησης διαφορετικής και πέρα από αυτή που εκφράζεται με τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης, δεν παρέχεται, όταν οι τελευταίες είναι απόλυτα σαφείς και αποδίδουν, χωρίς τίποτα άλλο, αυτό που θέλησε ο διαθέτης (ΑΠ 6136/1990 ΕλλΔνη 32.1650, ΑΠ 164/1988 ΕΕΝ 56.120, ΑΠ 1965/1987 ΝοΒ 36.1653). Σκοπός της ερμηνείας της διαθήκης είναι η άρση της (μερικής) ασάφειας αυτής και η διαπίστωση του νομικώς σημαντικού περιεχομένου της δήλωσης βούλησης του διαθέτη, ενώ αντικείμενό της είναι ακριβώς η δήλωση της βούλησης του διαθέτη. Κατά την ερμηνευτική προσέγγιση αναζητείται η πραγματική βούληση του διαθέτη και εφαρμόζονται οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ, χωρίς να γίνεται εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρου 200 ΑΚ (AΠ 1561/2005 ΝοΒ 2006.402). Κατά την ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, η αληθινή βούληση του διαθέτη με στόχο την υποκειμενική του άποψη μόνο και αδιάφορα από την αντικειμενική έννοια με την οποία αντιλαμβάνονται τη δήλωση οι τρίτοι κατά τη συναλλακτική καλή πίστη (βλ. ΑΠ 613/1990 ΕλλΔνη 32.1650, ΑΠ 164/1988 ΕΕΝ 56.120 ΑΠ 1965/1987 ΝοΒ 36.1653).
Σχετικώς πρέπει να ληφθούν υπόψη η εποχή που συντάχθηκε η διαθήκη (είναι ο κρίσιμος χρόνος για τη διακρίβωση της πραγματικής βούλησης του διαθέτη), το κοινωνικό περιβάλλον του διαθέτη, οι προσωπικές (τοπικές γλωσσικές ή επαγγελματικές) συνήθειές του, η πνευματική και κοινωνική του ανάπτυξη, τυχόν νομική ή άλλη παιδεία του κ.τ.λ. ενώ συγχωρείται ακόμη και η αναζήτηση της εικαζόμενης βούλησής του.Με την παραπάνω προϋπόθεση, επιτρέπεται κατά την αναζήτηση της αληθινής βούλησης του διαθέτη η προσφυγή και σε όλα τα προσιτά γεγονότα ή στοιχεία που βρίσκονται έξω από τη διαθήκη λ.χ. έγγραφα, συνομιλίες ή άλλες εκδηλώσεις του διαθέτη, οι σχέσεις του με ορισμένα πρόσωπα κ.τ.λ., χωρίς να χρειάζεται να αναφέρονται, έστω και υπαινικτικά, στο κείμενο της διαθήκης (βλ. ΠΠρΘεσ 8173/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ).